κύλινδρος

κύλινδρος
I
(Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r από την α παραλλήλων της ευθειών. Καθεμία από τις ευθείες αυτές ονομάζεται γενέτειρα της κυλινδρικής επιφάνειας. Το σύνολο των σημείων του χώρου με απόσταση από την α που είναι μικρότερη ή ίση με το μήκος του τμήματος r ονομάζεται (κυκλικός) κ. Η ευθεία α ονομάζεται άξονας της κυλινδρικής επιφάνειας και του κ.
Στη στοιχειώδη γεωμετρία, ονομάζεται ορθός κυκλικός κ. κάθε τμήμα του κ. μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων, κάθετων στον άξονα α. Οι κύκλοι τομής ονομάζονται βάσεις του ορθού κυκλικού κ. Αν τα δύο παράλληλα μεταξύ τους επίπεδα δεν είναι κάθετα στον άξονα α αλλά τον τέμνουν, τότε ο κ. ονομάζεται πλάγιος (οι κύκλοι τομής ονομάζονται και πάλι βάσεις του κ.). Η απόσταση των βάσεων ονομάζεται ύψος του κ. Αν το ύψος ενός ορθού κυκλικού κ. είναι h και r είναι το κοινό μήκος των ακτίνων των βάσεών του, τότε η παράπλευρη επιφάνειά του έχει εμβαδόν Ε = 2πrh, η ολική Εολ = 2πr(h + r) και ο όγκος του είναι V = πr2h (εμβαδόν της μιας βάσης του επί το ύψος του).
Γενικά, στην αναλυτική γεωμετρία, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια το σύνολο των ευθειών μιας ορισμένης διεύθυνσης (έστω d) που συναντούν μια ορισμένη τυχαία καμπύλη, έστω r. Η καμπύλη αυτή ονομάζεται οδηγός της κυλινδρικής επιφάνειας. Κάθε καμπύλη που κείται επάνω στην κυλινδρική επιφάνεια είναι και μία οδηγός της. Καθεμία από τις ευθείες με διεύθυνση την d, που τέμνει την οδηγό, ονομάζεται γενέτειρα της κυλινδρικής επιφάνειας. Ειδικότερα, αν μια οδηγός μιας κυλινδρικής επιφάνειας είναι έλλειψη ή υπερβολή ή παραβολή, η κυλινδρική επιφάνεια ονομάζεται αντίστοιχα ελλειπτική, υπερβολική ή παραβολική.
Αριστερά, ορθός κυκλικός· δεξιά, όρθιος.
II
(Μηχαν.). Κοίλο όργανο κυλινδρικής μορφής, το οποίο λειτουργεί ως τμήμα του μηχανικού συστήματος στις παλινδρομικές κινητήριες θερμικές μηχανές ή στις εργομηχανές.
Ο κ. είναι κατά κανόνα χυτός και κατασκευάζεται από χυτοσίδηρο (μαντέμι) ή από ελαφρά κράματα. Η εσωτερική του επιφάνεια, κατά μήκος της οποίας ολισθαίνει το έμβολο, φέρει ως επένδυση έναν σωλήνα από ειδικό χάλυβα, κατεργασμένο με μεγάλη ακρίβεια (χιτώνιο). Το χιτώνιο αυτό παρουσιάζει μεγάλη αντοχή στη φθορά και προσφέρει ως πλεονέκτημα την εύκολη αντικατάσταση και διεύρυνση, χωρίς την ολοκληρωτική αποσυναρμολόγηση της μηχανής.
Οι θερμοδυναμικές ή θερμοχημικές μεταβολές που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του κ. παράγουν σημαντική θερμότητα, η οποία απομακρύνεται με την κυκλοφορία ύδατος σε έναν χώρο που περιβάλλει τον κ. (υδροχιτώνιο) ή με βεβιασμένο εξαερισμό της εξωτερικής επιφάνειας του κ. Ο κ. εξοπλίζεται με διάφορα βοηθητικά όργανα: κεφαλή, βαλβίδες, αναφλεκτήρες (ή μπουζί), ψεκαστήρες, σωληνώσεις κ.ά., που διαφέρουν από μηχανή σε μηχανή και εξαρτώνται από τη λειτουργία για την οποία προορίζεται κάθε όργανο.
Μεταξύ των κινητήριων μηχανών που φέρουν κ. ξεχωρίζουν οι βενζινομηχανές, οι μηχανές εσωτερικής καύσης και οι ατμομηχανές· στις εργομηχανές ανήκουν οι αεροσυμπιεστές και οι συμπιεστές των εγκαταστάσεων ψύξης.
Ο όγκος του κ. ή το άθροισμα που προκύπτει από τους όγκους των κ. μίας μηχανής ονομάζεται κυβισμός της μηχανής.
Στους κινητήρες των αυτοκινήτων τα χιτώνια δεν αποτελούν ξεχωριστό εξάρτημα, αλλά απλώς γίνεται ειδική επεξεργασία του εσωτερικού του κ.
* * *
και κύλιντρος, ο (AM κύλινδρος)
1. μαθ. στερεό επίμηκες σώμα με δύο παράλληλες και ίσες κυκλικές ή ελλειψοειδείς βάσεις, τού οποίου οι παράλληλες προς τις βάσεις τομές είναι ίσες
2. (κατ' επέκταση) η κυρτή επιφάνεια τού σώματος αυτού
3. χειρόγραφο από πάπυρο ή περγαμηνή που είναι τυλιγμένο γύρω σε ράβδο
νεοελλ.
1. κάθε αντικείμενο ή συσκευή που έχει κυλινδρικό σχήμα
2. (μηχαν.) το τμήμα τού κινητήρα μέσα στο οποίο παλινδρομεί το έμβολο
3. μεταλλικό βαρύ σώμα που αποτελεί εξάρτημα μηχανής η οποία χρησιμοποιείται για την ισοπέδωση εδάφους, δρόμων κ.λπ.
4. ψηλό επίσημο καπέλο
5. ιατρ. μικροσκοπικό στοιχείο κυλινδρικού σχήματος και πρωτεϊνικής φύσης που παράγεται στα ουροφόρα σωληνάρια τών νεφρών και ανευρίσκεται στο ίζημα τών ούρων
6. τεχνολ. κυλινδρικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιείται για τη θραύση ή συμπίεση λεπτόκοκκων υλικών
μσν.
στον πληθ. οἱ κύλινδροι
οι όρχεις
αρχ.
1. στρογγυλός λίθος
2. τόμος βιβλίου
3. ονομασία μυθικού λίθου που κυλούσε από φόβο, όταν ο Ζευς άστραφτε ή βροντούσε
4. κάλυμμα τού άξονα τού κόσμου
5. παιδικός βώλος
6. κυλινδρικές φάλαγγες που χρησιμοποιούσαν για την καθέλκυση πλοίων στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλίνδω + επίθημα -ρο-ς (πρβλ. τάλα-ρο-ς τάφ-ρο-ς).
ΠΑΡ. κυλίνδρι(ον), κυλινδρικός, κυλινδρώ
αρχ.
κυλινδρίσκος, κυλινδρώδης
νεοελλ.
κυλινδρίζω.
ΣΥΝΘ. κυλινδροειδής
μσν.
κυλινδροφύλαξ
νεοελλ.
κυλινδρογράφος, κυλινδρόμυλος, κυλινδροποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύλινδρος — rolling stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλινδρος — ο 1. στερεό σώμα που καταλήγει σε δύο κυκλικές παράλληλες βάσεις. 2. η κυρτή επιφάνεια του σώματος αυτού. 3. χειρόγραφο από περγαμηνή ή πάπυρο τυλιγμένο γύρω από ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυλίνδροις — κύλινδρος rolling stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδρου — κύλινδρος rolling stone masc gen sg κυλινδρόω roll pres imperat act 2nd sg κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδρους — κύλινδρος rolling stone masc acc pl κυλινδρόω roll imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδρων — κύλινδρος rolling stone masc gen pl κυλινδρόω roll imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κυλινδρόω roll imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυλίνδρῳ — κύλινδρος rolling stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλινδροι — κύλινδρος rolling stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύλινδρον — κύλινδρος rolling stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”